- προσεξήσκηται
- πρόσ-ἐξασκέωadornperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξασκώ — έω, Α 1. εξασκώ, γυμνάζω επί πλέον 2. στολίζω επιπροσθέτως («τὸ φυσικὸν κάλλος ὑπὸ τῆς βασιλικῆς προσεξήσκηται πολυτελείας», Ιώσ.) … Dictionary of Greek